- γενίστα
- Θάμνος, της οικογένειας των ψυχανθών, κρεμοκλαδής, άφυλλος (τα μικρά φύλλα του εμφανίζονται μόνο την άνοιξη), ύψους 2-3 μ. Είναι γνωστός και ως εχίνοπας. Τα λεπτά κλαδιά του γεμίζουν κατά τον χειμώνα με πολλά λευκά αρωματικά άνθη. Ο καρπός του είναι χέδροπας, πλατύς και ωοειδής, με ένα και σπάνια δύο σπέρματα. Φυτεύεται στους κήπους ως καλλωπιστικό, κυρίως στις γωνίες ή πίσω από θάμνους μέτριου ύψους. Καλλιεργείται επίσης για την παραγωγή κομμένων ανθέων που είναι περιζήτητα, γιατί με αυτά στολίζουν τις ανθοδέσμες. Η επιστημονική ονομασία του είναι γ. η μονόσπερμη.
Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει 15 αυτοφυή είδη, όπως τη γ. την ακανθόκλαδο (αφάνα), τη γ. την παρνάσσια, τη γ. τη βελονοειδή, τη γ. την ακτινωτή, τη γ. την τριχωτή, τη γ. τη βαφική κ.ά.
Τα λεπτά κλαδιά του φυτού γενίστα γεμίζουν τον χειμώνα με λευκά άνθη, με τα οποία στολίζουν τις ανθοδέσμες (φωτ. Ν. Ταμβάκη).
Dictionary of Greek. 2013.